- κρύψορχις
- κρύψορχιςundescended testiclesfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρύψορχις — (I) κρύψορχις, εως, ἡ (Α) η κρυψορχιδία. (II) ο βλ. κρυψόρχης … Dictionary of Greek
κρυψόρχης — και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης) άτομο τού οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α αόρ. τού κρύπτω) + όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α όρχης, τρι όρχης] … Dictionary of Greek